- θωρακοφόρος
- -α, -ο1. αυτός που φοράει θώρακα.2. το αρσ. ως ουσ., θωρακοφόροι, οι ειδικό σώμα στον περασμένο αιώνα βαριά οπλισμένων ιππέων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θωρακοφόρος — ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, ον) αυτός που φέρει θώρακα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος… … Dictionary of Greek
θωρακοφόρος — θωρᾱκοφόρος , θωρακοφόρος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρηκοφόροι — θωρακοφόρος masc/fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρηκοφόρους — θωρακοφόρος masc/fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακοφόρον — θωρᾱκοφόρον , θωρακοφόρος masc/fem acc sg θωρᾱκοφόρον , θωρακοφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαβάτος — ζαβᾱτος, ὁ (Μ) [ζάβα] στρατιώτης που φορεί ζάβα, θώρακα, θωρακοφόρος … Dictionary of Greek
θοιρακωτός — ή, ό [θώρακας] 1. αυτός που έχει επενδυθεί με θώρακα, θωρακισμένος, θωρακοφόρος 2. ναυτ. το ουδ. ως ουσ. το θωρακωτό α) πλοίο τού οποίου οι ιστοί ήταν εφοδιασμένοι με θωράκια, κν. κοφάδο β) θωρηκτό* … Dictionary of Greek
θωρακίτης — ο (Α θωρακίτης, ό, θηλ. θωρακῑτις, ίτιδος) νεοελλ. ναύτης ή δίοπος τής ειδικότητας τών αρμενιστών, ειδικός στο να χειρίζεται τα άρμενα, ο οποίος ανέβαινε κατά τους χειρισμούς στα θωράκια, αρμενιστής αρχ. 1. στρατιώτης οπλισμένος μόνο με θώρακα,… … Dictionary of Greek
θωρακοφορία — θωρακοφορία, ἡ (Μ) [θωρακοφόρος] το να φέρει κάποιος θώρακα … Dictionary of Greek
θωρηκοφόρος — θωρηκοφόρος, ον (Α) ιων. τ. τού θωρακοφόρος* … Dictionary of Greek